- να
- 1. τελ. σύνδ.: Θέλω να πάω να κοιμηθώ. 2. μόριο δεικτ.: Να ο πατέρας σου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.